Το έτος 1284 εμφανίστηκε στην πόλη Hameln ένας περίεργος άνθρωπός. Φορούσε μία ποδιά φτιαγμένη από πολύχρωμο ύφασμα και λόγω της ποδιάς αυτής λέγεται ότι είχε το όνομα Παρδαλός. Ο ξένος διέδιδε ότι ήταν ποντικοκυνηγός και υποσχόταν έναντι συγκεκριμένου ποσού να ελευθερώσει την πόλη από όλα τα ποντίκια και τους αρουραίους. Οι πολίτες συμφώνησαν μαζί του και του υποσχέθηκα συγκεκριμένη αμοιβή αν κατόρθωνε να τους απαλλάξει από τα τρωκτικά. Πράγματι ο ξένος έβγαλε μία μικρή φλογέρα και άρχισε να παίζει. Αμέσως ξετρύπωσαν τα ποντίκια και οι αρουραίοι από όλα τα σπίτια και μαζεύτηκαν τριγύρω του. Όταν θεώρησε ότι όλα τα ποντίκια είχαν ξετρυπώσει και κανένα δεν είχε μείνει πίσω, προχώρησε έξω από την πόλη και όλα τα τρωκτικά τον ακολούθησαν. Φτάνοντας στο κοντινό ποτάμι μάζεψε τα ρούχα του και μπήκε μέσα στο νερό. Τα ζώα τον ακολούθησαν και αφού έπεσαν στο νερό πνίγηκαν. Οι πολίτες όμως απαλλαγμένοι πια από τα τρωκτικά δεν θέλησαν να πληρώσουν την αμοιβή που είχαν υποσχεθεί. Έτσι χρησιμοποίησαν μια σειρά από δικαιολογίες ώστε να του αρνηθούν τα χρήματα με αποτέλεσμα ο κυνηγός να αποχωρίσει πικραμένος και θυμωμένος.
Στις 26 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία η πόλη γιόρταζε μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή και όλος ο κόσμος ήταν στην εκκλησία,ο ξένος εμφανίστηκε και πάλι στις επτά το πρωί - σύμφωνα με κάποιους άλλους η επανεμφάνιση έγινε περίπου το μεσημέρι. Αυτή τη φορά είχε την μορφή κυνηγού και φορούσε ένα περίεργο κόκκινο καπέλο.
Ο ξένος έπαιξε
και πάλι την φλογέρα του στα σοκάκια της πόλης.
Σύντομα κατέφτασαν όχι ποντίκια και αρουραίοι αλλά αυτή τη φορά αγόρια και κορίτσια από τεσσάρων ετών και πάνω. Μεταξύ των παιδιών ήταν και η ήδη ενήλικη κόρη του δημάρχου. Το πλήθος των παιδιών ακολούθησε τον ξένο που τα οδήγησε έξω από τη πόλη σε ένα βουνό όπου και εξαφανίστηκαν.
Το κείμενο του παραμυθιού των αδελφών Grimm το δανείστηκα από εδώ.